Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Προσωπικές κρίσεις για ένα θέατρο της κρίσης


Απολογισμός
Δεν χωρεί εδώ πολλή πρωτοτυπία: αρχή και βασικός παράγοντας διαμόρφωσης της περσινής θεατρικής χρονιάς αποτέλεσε η γνωστή σε όλους «κρίση». Η περίπτωση θυμίζει την ιστορία του ψεύτη βοσκού. Για ένα θέατρο, που έφτασε αισίως τις 350 παραστάσεις -από ό,τι υπολογίζουμε, γιατί κανείς δεν ξέρει ακριβώς...-, με μόνιμη επωδό τη συντελεσμένη «κρίση», η αληθινή κάποτε έλευσή της δίνει στην παρατήρηση εκτός από δραματικότητα και ένα στοιχείο ειρωνείας.
«Θείος Βάνιας» του Τσέχοφ«Θείος Βάνιας» του ΤσέχοφΩστόσο, αν η οικονομική κρίση ήταν αυτή που οδήγησε στις έκτακτες συνεργασίες, στους μονολόγους, στις αφαιρετικές σκηνογραφίες και στα τόσα άλλα της ανάγκης και του φιλότιμου, η ίδια αυτή κρίση πάλι -όχι στην οικονομική αλλά στην κοινωνική της διάσταση- πιθανόν να καθορίσει και το μέλλον της ελληνικής παραγωγής. Γιατί σε αντίθεση με άλλους τομείς, η κρίση αποτελεί ιδανικό λίπασμα για την τέχνη. Φέρνει μαζί της την κριτική της παλιάς τάξης, την ώσμωση των νέων δυνάμεων, την πολεμική που οδηγεί σε νέες φόρμες.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κρίσης (και αναμονής), παραθέτω εν είδει απολογισμού μερικές -σύντομες και πολύ προσωπικές- ματιές στη χρονιά που πέρασε.
Ηθοποιοί μόνοι στη σκηνή
Προφανώς σαν αποτέλεσμα της κρίσης, ποτέ άλλοτε στο παρελθόν το ελληνικό θέατρο δεν διέθετε τόσους μονολόγους, ακόμα και σε μια περίοδο που δεν ανθεί ο παλιός «πρωταγωνισμός», που έθρεφε κάποτε τον μοναχικό ηθοποιό στη σκηνή. Γενικά ο μονόλογος θεωρείται από τους κριτικούς δείγμα ρεπερτοριακής αμηχανίας. Ωστόσο δύσκολα αντιστέκεται κάποιος στη γοητεία τους. Φέτος είδαμε πολλούς και καλούς. Μεταξύ αυτών, στο Μεταξουργείο ο «Μαράν Αθά» του Θωμά Ψύρρα, με κυρίαρχη επί σκηνής τη Γιασεμί Κηλαηδόνη. Και στο απέναντι, από Μηχανής, η Ελένη Κοκκίδου στο πρόσωπο της Πανωραίας από το βιβλίο του Χρονά «Η γυναίκα της Πάτρας».
Κλασικό και νεότερο ξένο θέατρο
Το θέατρό μας, όπως κάνει σταθερά τα τελευταία χρόνια, έδωσε και φέτος τα διαπιστευτήρια του στον Τσέχοφ. Ξεχωρίζουν εδώ μία καθυστερημένη συνάντηση και μία ανατροπή: στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας ο «Βυσσινόκηπος» αποδόθηκε από τον Στάθη Λιβαθινό -και πολλοί συνειδητοποίησαν μόλις τότε πως ο σκηνοθέτης δεν είχε διδάξει ποτέ πριν τον Ρώσο κλασικό. Και την ίδια στιγμή, η Κεντρική Σκηνή του Εθνικού δεξιώθηκε μέσω του Γιάννη Χουβαρδά έναν ριζοσπαστικό φορμαλιστικά «Θείο Βάνια». Το θέατρό μας φαίνεται πως δεν ακολουθεί τον Τσέχοφ -τον ανακαλύπτει εκ νέου.
Πάντως, το Εθνικό κινήθηκε και φέτος στην πορεία ενός θεάτρου ρεπερτορίου με εικονοκλαστικό οίστρο: ένα Εθνικό στοχευμένο στο να θέλγει και να προκαλεί ταυτόχρονα τους θεατές. Βασική παράμετρος στο πρόγραμμά του η μετάκληση ξένων σκηνοθετών: Πρώτα το «Λεόντιος και Λένα» του Μπίχνερ από τον Λοράν Σετουάν και έπειτα η «Κυρία από τη θάλασσα» από τον Ερίκ Στούμπε, δύο λιτές και ουσιώδεις προσεγγίσεις των κλασικών κειμένων.
Η μεγάλη ωστόσο καλλιτεχνική επιτυχία, όσον αφορά το ξένο ρεπερτόριο, ήλθε από τον Θωμά Μοσχόπουλο, με τη «Δωδέκατη Νύχτα» του Σέξπιρ στο θέατρο «Αλίκη». Ο Μοσχόπουλος επιχείρησε την απροσδόκητη ανταλλαγή υλικού μεταξύ της κλασικής κωμωδίας και της εμβληματικής για τη δεκαετία των '60 φάρσας του Ορτον «Τι είδε ο Μπάτλερ».
Συγκρατώ δύο ακόμη αποκτήματα από το ξένο θέατρο: «Το ύστατο σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ, που έδωσε την αφορμή για τη συνάντηση του Λευτέρη Βογιατζή με τον Δημήτρη Ημελο στο ανακαινισμένο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Και την «Chunga» του Βάργκας Λιόσα, που αναγεννά την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στα καθαρά ύδατα του ρεαλισμού. Και ίσως ένα ακόμα συμπληρωματικό σχόλιο για μια εκπρόσωπο της νεότερης γενιάς: η Κατερίνα Ευαγγελάτου προχωρεί ένα βήμα προς την ωριμότητα με την «Ισπανική Τραγωδία» του Κιντ στο Αμφί-Θέατρο.
Αρκούν αυτά; Μάλλον όχι. Πολλοί βιάστηκαν να διαπιστώσουν μια κούραση στην ανανεωτική πτέρυγα του θεάτρου μας. Τη στιγμή μάλιστα που η παλιά φρουρά αντεπιτίθεται διατεταγμένα. Πράγματι, πέρυσι είδαμε πολλές και καλές παραστάσεις, από αυτές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «συμβατικές». Οπως την αξιόλογη «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αρμπούζοφ στο «Αλμα», με την εμπειρία του Γιώργου Μιχαλακόπουλου και την ικανότητα της Κατερίνας Μαραγκού σε ρόλους υποδόριας συγκίνησης. Ή τον «Αμπιγέρ» του Ρόλαντ Χάργουντ στο «Κάππα», με τον Γιώργο Κωνσταντίνου να προχωρεί σε μια κατάθεση της συνολικής πορείας του στο θέατρο.
Και για να τριτώσει το κακό, ήλθε μια μετάκληση στο «Παλλάς» για να θυμίσει τον πήχυ που πρέπει να περνά μια σύγχρονη παράσταση. Η «Οπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ από το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Ουίλσον μάς έκανε να τρίβουμε τα μάτια μας. Εντέλεια μέσων, ισορροπία φόρμας και περιεχομένου, σπουδαίες ερμηνείες. Αποκάλυψη.
Ελληνική δραματουργία
Παλιά και νεότερη μυθολογία του ελληνισμού: η αδιαφιλονίκητη υπεροχή της Λυδίας Κονιόρδου στην ερμηνευτική αναβίωση του αρχαίου δράματος έδωσε στις «Τρωάδες» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε διδασκαλία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, τη βαρύτητα καλλιτεχνικού γεγονότος. Την ίδια στιγμή το Εθνικό σημείωσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του στο Rex με το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή. Η διασκευή των Σταμάτη Φασουλή και Θανάση Νιάρχου μετέφερε στη σκηνή την αλυσίδα των γενεών, που σέρνει μαζί της ενοχές, διαψεύσεις και οράματα.
Ελληνες συγγραφείς με προοπτική: Πρώτα το «Μάτια τέσσερα» του Γιάννη Τσίρου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Και έπειτα, η «Πάχνη» από τους Κωνσταντίνο και Αντώνη Κούφαλη στο «Πορεία».
Και μερικές επιπρόσθετες παρατηρήσεις για το ελληνικό ρεπερτόριο. Η πρώτη αφορά την επιστροφή στη φαρσοκωμωδία: στην επανάληψη του «Μπακαλόγατου» προστέθηκαν η «Χαρτοπαίχτρα» στο Πόρτα και το «Στραβόξυλο» στο «Γκλόρια». Η δεύτερη αναφέρεται στην επάνοδο της Επιθεώρησης, με σημαντικό αριθμό παραγωγών. Η κρίση φαίνεται πως πηγαίνει τον κόσμο στο είδος που κατά παράδοση την ξορκίζει, είτε μέσω της φυγής είτε μέσω της σάτιρας.
Ερευνητικό θέατρο
Αρκεί μια παρατήρηση: υπάρχει πολύ από αυτό, έστω και χωρίς τη συστηματικότητα που θα προσδίδαμε σε μια «κίνηση». Εκτός πάντως από τις νεανικές ομάδες που το εκπροσωπούν, ώριμοι σκηνοθέτες έδωσαν δείγματα εργασίας: Πρώτα ο Δημήτρης Λιγνάδης στο «Συμπόσιο - Περί Ερωτος», στο «Θησείον», με βάση το πλατωνικό Συμπόσιο και τη νοσταλγία μας για φωνές ιδανικές. Και έπειτα ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, στο ίδιο θέατρο, με τη δική του εκδοχή για την «Ακρόπολη» του Γκροτόφσκι. Ακολουθώντας τη δική του πορεία, ο Θόδωρος Τερζόπουλος παρέδωσε στο Αττις την είσοδο στον ελλειπτικό πολιτικό λόγο του Μίλερ και στην τάφρο του Εμφυλίου με το «Μάουζερ».
Από τους νεότερους σταχυολογώ: Την Ομάδα Ασκηση του Περικλή Μουστάκη να δοκιμάζει πίσω από το Πάντειο τα όρια της υποκριτικής με τις «Επισκέψεις». Και την ενδιαφέρουσα δράση του Εθνικού στον Κεραμεικό. Ανάμεσα στους φιλοξενούμενους του Group Hostel, οι Vasistas με το «Phobia: Ενα θέαμα», οι Blitz με το «Guns», η ομάδα Χώρος με το «Recycle» αλλά και η επιμελημένη προσπάθεια της Ομάδας 1272 με το «Ερρίκος, Εδουάρδος, Ριχάρδος» σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα και Γιώργου Γάλλου. Από κοντά και άλλες αξιόλογες προσπάθειες που συνδέονται, πάλι, με τον Τσέχοφ: Ο «Ιβάνοφ» από τους Grasshoper, ο «Γλάρος» της ομάδας Pequod. Και η επίκαιρη σε ύφος και διάθεση εργασία της ομάδας Nova Melancolia.
Από εκεί και πέρα, γνώρισμα της χρονιάς αποτέλεσε η άνοδος των οφ-φεστιβάλ, σαν κίνηση συνασπισμού απέναντι στο συστηματικό, επιχορηγούμενο θέατρο. Η αντίδραση μεγαλώνει και οδηγεί στο συγκερασμό τάσεων και σε παρεμβατικές ενέργειες (όπως η «κίνηση Μαβίλη»). Αναμένουμε να δούμε την εξέλιξή τους.
Ελληνικό Φεστιβάλ
Η οικονομική κρίση το οδήγησε σε περικοπές. Ακόμα και έτσι όμως, ευτύχησε για μια ακόμη χρονιά να επιδείξει την κυρίαρχη, θεσμική θέση του στον χώρο. Κυρίως αυτό: μπόρεσε να παρακινήσει τους θεατές του. Τους προκάλεσε με την πρόταση του Βαρλικόφκσι στο «Λεωφορείο ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, δοκίμασε τα όριά τους με τη δωδεκάωρη μεταφορά των «Δαιμόνων» του Ντοστογιέφσκι από τον Στάιν, παρακίνησε την πολιτική τους ευαισθησία με τον «Προμηθέα στην Αθήνα» από τους Ρίμινι Πρότοκολ στο Ηρώδειο.
Από τις ελληνικές παραγωγές ευχάριστη διαπίστωση ήταν οι «Αγγελοι στην Αμερική» του Κούσνερ, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, οι Blitz στο «Cinemascope», οι Παραλογές των Sforaris... Η συνεργασία του Λευτέρη Βογιατζή με τον Δημήτρη Δημητριάδη στον «Τόκο», στην Πειραιώς, προκάλεσε την κινητοποίηση πολλών θεατρόφιλων, σαν πρόταση όμως έμεινε τελικά μάλλον μετέωρη.
Φέτος ο Γιώργος Λούκος έδωσε πίσω στην Επίδαυρο κάποια από τα λαϊκά της ερείσματα. Διακρίθηκαν ωστόσο και εδώ ρηξικέλευθες οπτικές: «Ορέστης» του Εθνικού από τον Χουβαρδά, «Οθέλλος» της Σαουμπίνε από τον Οστερμάγερ... Ο τελευταίος επισημοποίησε την είσοδο του Γερμανού σκηνοθέτη στο θέατρο της Επιδαύρου, δικαιώνοντας παράλληλα την πρόταση του διευθυντή του Φεστιβάλ για άνοιγμα του θεάτρου στο ξένο ρεπερτόριο.*

Έντυπη Έκδοση 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου